παρασταθοῦν, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο. πληθ. παθητικού. αορίστου του παρίσταμαι] [να παραβρεθούν, να είναι παρόντες και να υποστηρίζουν ή να βοηθούν, βλ. παρασταθῇ, νὰ]
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|